-
1 Ιωνίαν
Ἰωνίᾱν, Ἰώνιοςfem acc sg (attic doric aeolic)Ἰωνίᾱν, Ἰωνίαthe Ionians: fem acc sg (attic doric aeolic) -
2 Ἰωνίαν
Ἰωνίᾱν, Ἰώνιοςfem acc sg (attic doric aeolic)Ἰωνίᾱν, Ἰωνίαthe Ionians: fem acc sg (attic doric aeolic) -
3 ιωνιάν
-
4 ἰωνιάν
-
5 καθίστημι
A in causal sense:—[voice] Act., in [tense] pres., [tense] impf., [tense] fut., and [tense] pf.καθέστᾰκα Hyp.Eux.28
, LXXJe.1.10, D.H.Dem.54, D.S.32.11, etc.; onceκαθέστηκα PHib.1.82i14
(iii B. C.): [tense] plpf.- εστάκει Demetr.
Sceps. ap. Ath.15.697d:—also in [voice] Med., [tense] fut. (Paus.3.5.1), [tense] aor. 1, more rarely [tense] pres. (infr. A. 11.2):— set down,κρητῆρα καθίστα Il.9.202
; νῆα κατάστησον bring it to land, Od.12.185; κ. δίφρους place, station them, before starting for the race, S.El. 710; ποῖ [ δεῖ] καθιστάναι πόδα; E.Ba. 184;κ. τινὰ εἰς τὸ φανερόν X.An.7.7.22
; set up, erect, of stones, Inscr.Cypr.94, 95 H.:—[voice] Med., [ λαῖφος] κατεστήσαντο βοεῦσι steadied it, h.Ap. 407.2 bring down to a place,τούς μ' ἐκέλευσα Πύλονδε καταστῆσαι Od.13.274
: generally, bring,κ. τινὰ ἐς Νάξον Hdt.1.64
, cf. Th.4.78; esp. bring back,πάλιν αὐτὸν κ. ἐς τὸ τεῖχος σῶν καὶ ὑγιᾶ Id.3.34
;κ. τοὺς Ἕλληνας εἰς Ἰωνίαν πάλιν X.An.1.4.13
; without πάλιν, replace, restore,ἐς φῶς σὸν κ. βίον E.Alc. 362
; ἃς (sc. τὰς κόρας) οὐδ' ὁ Μελάμπους.. καταστήσειεν ἄν cure their squint, Alex.112.5; ἰκτεριῶντας κ. Dsc.4.1; τὸ σῶμα restore the general health, Hp.Mul. 2.133:—[voice] Med., κατεστήσαντο (v.l. for κατεκτήσαντο)εὐδαιμονίαν Isoc. 4.62
:—[voice] Pass., οὐκ ἂν ἀντὶ πόνων Χάρις καθίσταιτο would be returned, Th. 4.86.3 bring before a ruler or magistrate, Hdt.1.209, PRyl.65.10 (i B. C.), etc.;τινὰ ἐπί τινα PCair.Zen.202.6
(iii B. C.), POxy.281.24 (i A. D.).2 ordain, appoint, , cf. 25: usu. without the inf.,κ. τινὰ ὕπαρχον Id.7.105
; ἄλλον [ ἄρχοντα]ἀντὶ αὐτοῦ X.Cyr.3.1.12
, etc.;βασιλέα ἐπί τινας LXX 1 Ki.8.5
, al.;τινὰ ἐς μοναρχίαν E.Supp. 352
;ἐπὶ τὰς ἀρχάς Isoc.12.132
;τινὰ τύραννον Ar.Av. 1672
;κ. ἐγγυητάς Hdt.1.196
, Ar.Ec. 1064; δικαστάς, ἐπιμελητάς, νομοθέτας, Id.Pl. 917, X.Cyr.8.1.9, D.3.10 (sed leg. καθίσατε, cf.καθίζω 1.4
); of games, etc., γυμνικοὺς ἀγῶνας κ. Isoc.4.1: rarely c. inf.,οἱ καθιστάντες μουσικῇ.. παιδεύειν Pl.R. 410b
:—so in [voice] Pass.,κυβερνᾶν κατασταθείς X. Mem.1.7.3
: [tense] aor. [voice] Med., appoint for oneself,τύραννον καταστησάμενοι παρὰ. σφίσι αὐτοῖσι Hdt.5.92
.á;ἄρχοντας X.An.3.1.39
, etc.b esp. of laws, constitutions, ceremonies, etc., establish, νόμους, τελετάς, E.Or. 892, Ba.21, etc.; πολιτείαν, δημοκρατίαν, Arist.Ath.7.1, Decr.ib. 29.3;ὀλιγαρχίαν Lys.12.42
; also, set in order, arrange, :—also in [voice] Med., ; ; ;πόλεις ἐπὶ τὸ ὠφέλιμον Id.1.76
; [ Εὔβοιαν] ὁμολογίᾳ ib. 114; πρὸς ἐμὲ τὸ πρᾶγμα καταστήσασθαι settle it with me, D.21.90.3 bring into a certain state,τινὰ ἐς ἀπόνοιαν Th.1.82
;ἐς ἀπορίαν Id.7.75
;εἰς ἀνάγκην Lys.3.3
;εἰς αἰσχύνην Pl.Sph. 230d
;εἰς ἐρημίαν φίλων Id.Phdr. 232d
; ;τινὰ εἰς ἀσφάλειαν Isoc.5.123
; τίνας εἰς ἀγῶνα καθέστακα; Hyp.Eux. 28, cf. Lycurg.2;κ. τινὰ ἐν ἀγῶνι καὶ κινδύνῳ Antipho 5.61
;τὴν πόλιν ἐν πολέμῳ Pl.Mx. 242a
;τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ X.Cyr.4.5.28
; κ. ἑαυτὸν ἐς κρίσιν present himself for trial, Th.1.131, cf. Lycurg.6; κ. τινὰ εἰς τοὺς ἀρχικούς reckon him as one of.., X.Mem.2.1.9.4 c. dupl. acc., make, render so and so,ψευδῆ γ' ἐμαυτόν S.Ant. 657
;ἡ ἐπιθυμία κ. τινὰ ἀμνήμονα Antipho 2.1.7
; τὸ πιστὸν ὑμᾶς ἀπιστοτέρους κ. Th.1.68; κ. τι φανερόν, σαφές, Id.2.42, 1.32; τινὸς ἐπίπονον τὸν βίον κ. Isoc.10.17: c. part., κλαίοντα καθιστάναι τινά bring one to tears, E.Andr. 635: rarely c. inf., κ. τινὰ φεύγειν make him fly, Th.2.84, cf. E.Alc. 283, Luc.Charid.8:—[voice] Pass., .5 [voice] Med., get for oneself, .6 make, in periphrases,πάννυχοι.. διάπλοον καθίστασαν A.Pers. 382
:—[voice] Med., κρυφαῖον ἔκπλουν οὐδαμῇ καθίστατο ib. 385.B intr. in [tense] aor. 2, [tense] pf. καθέστηκα, and [tense] plpf. of [voice] Act. (also [tense] fut.καθεστήξω Th.3.37
, 102), and all tenses of [voice] Med. (exc. [tense] aor. 1 ) and [voice] Pass.: [tense] pf. καθέσταμαι in later Greek, IG22.1006.24 (ii B. C.), LXXNu.3.32, etc.:—to be set, set oneself down, settle, ἐς [ Αἴγιναν] Hdt.3.131, cf. Th.4.75; [ ὀδύναι]καθίσταντο ἐς ὑπογάστριον Hp.Epid.7.97
; of joints, ἐξίσταται ἀνωδύνως καὶ κ. goes out of joint and in again, Id.Art.8; κ. ἐς Ῥήγιον to make R. a base of operations, Th.3.86; simply, to be come to a place,ὅποι καθέσταμεν S.OC23
.b come before another, stand in his presence, Pi.P.4.135;λέξον καταστάς A.Pers. 295
(unless it be taken in signf. 4), cf. Hdt.1.152;κ. ἐς ὄψιν τινός Id.7.29
; , cf. 156;καταστὰς ἐπὶ τὸ πλῆθος ἔλεγε Th.4.84
.2 to be set as guard,ὑπό τινος Hdt.7.59
, cf. S.OC 356, X.An.4.5.19, etc.; to be appointed,δεσπότης.. καθέστηκα E.HF 142
;στρατηλάτης νέος καταστάς Id.Supp. 1216
; κ. Χορηγὸς εἰς Θαργήλια, στρατηγός, etc., Antipho 6.11, Isoc.4.35, etc.;οἱ πρόβουλοι καθεστᾶσιν ἐπὶ τοῖς βουλευταῖς Arist.Pol. 1299b37
; δικτάτωρ.. καθε[ στάμενος τὸ τέταρτον], = Lat. dictator designatus quartum, of Caesar, IG12(2).35b7 (Mytil.).4 also, stand or become quiet or calm, of water,ὅταν ἡ λίμνη καταστῇ Ar.Eq. 865
, cf. PHolm.16.3; θάλασσα γαληνὴ καὶ κ. Plb.21.31.10; πνεῦμα λεῖον καὶ καθεστηκός calm and settled, Ar.Ra. 1003; ὁ θόρυβος κατέστη subsided, Hdt.3.80; of laughter, Philostr. VA3.4; of a swelling, Hp.Prog.7;ἕως τὰ πράγματα κατασταίη Lys. 13.25
; also of persons, καταστάς composedly, A.Pers. 295 (but v. supr. 1b); [ ἡ ψυχὴ]καθίσταται καὶ ἠρεμίζεται Arist.Ph. 248a2
; ὁρῶμεν [ τοὺς ἐνθουσιαστικοὺς]..καθισταμένους Id.Pol. 1342a10
;καθεστηκυίας τῆς διανοίας Ocell.4.13
; καθεστῶτι προσώπῳ with composed, calm countenance, Plu.Fab.17;μαίνεσθαι καὶ ἔξω τοῦ καθεστηκότος εἶναι Luc.Philops.5
; τίς ἂν καθεστηκὼς φήσαιε; what person of mature judgement would say.. ? Phld.Po.5.15; ἡ καθεστηκυῖα ἡλικία middle age, Th.2.36; ἡλικία μέση καὶ κ. Pl.Ep. 316c; οἱ καθεστηκότες those of middle age, Hp.Aph.1.13: also, with metaphor from wine, mellow, of persons, Alex.45.8.5 come into a certain state, become, and in [tense] pf. and [tense] plpf., to have become, be,ἀντὶ φίλου πολέμιόν τινι κ. Hdt. 1.87
;οἱ μὲν ὀφθαλμῶν ἰητροὶ κατεστέασι, οἱ δὲ κεφαλῆς Id.2.84
;ἔμφρων καθίσταται S.Aj. 306
;τῶν ἄνωθεν ὑπόπτων καθεστώτων Epicur. Sent.13
;ἐς μάχην Hdt.3.45
;ἐς πόλεμον ὑμῖν καὶ μάχην κ. E.HF 1168
;ἐς πάλην καθίσταται δορὸς τὸ πρᾶγμα Id.Heracl. 159
;ἐς τὴν ἴησιν Hp.Prorrh.2.12
; ἐς τὸ αὐτό they recover, Id.Coac. 160 (later abs.,καταστῆναι καὶ μηδενὸς ἔτι φαρμάκου δεηθῆναι Gal.Vict.Att.1
);ἐς τοὺς κινδύνους Antipho 2.3.1
;ἐς φόβον Hdt.8.12
, Th.2.81; ἐς δέος, λύπην, Id.4.108,7.75;ἐς φυγήν Id.2.81
;ἐς ἔχθραν τινί Isoc.9.67
; εἰς ὁμόνοιαν, εἰς πολλὴν ἀθυμίαν, Lys.18.18, 12.3; καταστῆναι ἐς συνήθειάν τινος τὴν πόλιν ποιεῖν make the city become accustomed to it, Aeschin.1.165; had been,Hdt.
1.92, cf. 9.37;ἐν δείματι μεγάλῳ κατέστασαν Id.7.138
; καταστάντων σφι εὖ τῶν πρηγμάτων ib. 132; τίνι τρόπῳ καθέστατε; in what case are ye? S.OT10; φονέα με φησὶ.. καθεστάναι ib. 703;ἄπαρνος δ' οὐδενὸς καθίστατο Id.Ant. 435
;κρυπτὸς καταστάς E.Andr. 1064
;οἱ ἐν τούτῳ τῆς ἡλικίας καθεστῶτες ἐν ᾧ.. Antipho 2.1.1
; ἐν οἵῳ τρόπῳ [ἡ τῶν Ἀθηναίων ἀρχὴ] κατέστη how it came into being, Th.1.97, cf. 96; ἀρξάμενος εὐθὺς καθισταμένου (sc. τοῦ πολέμου ) from its first commencement, Id.1.1.6 to be established or instituted, prevail,καί σφι μαντήϊον Διὸς κατέστηκε Hdt.2.29
; ἄγραι.. πολλαὶ κατεστᾶσι ib.70, cf. 1.200; ὅδε σφι νόμος κατεστήκεε ib. 197;βροτοῖσιν ὃς καθέστηκεν νόμος E. Hipp.91
: c. inf.,θεὸν Ἀμφιάραον πρώτοις Ὠρωπίοις κατέστη νομίζειν Paus.1.34.2
: [tense] pf. part., existing, established, prevailing, τὸν νῦν κατεστεῶτα κόσμον Hdt 1.65;ἦν κατεστηκὸς οὐδὲν φόρου πέρι Id.3.89
; τοὺς κατεστεῶτας τριηκοσίους the regular 300, Id.7.205;οἱ καθεστῶτες νόμοι S.Ant. 1113
, Ar.Nu. 1400; τὰ καθεστῶτα the present state of life, S.Ant. 1160; also, existing laws, usages, τὰ τότε κ., τά ποτε κ., Pl.Lg. 798b, Isoc.7.56;ἐπὶ τοῖσι κατεστεῶσι ἔνεμε τὴν πόλιν Hdt.1.59
.7 of purchases, cost, πλέον ἢ ὅσου ἐμοὶ κατέστησαν more than they stood me in, And.2.11, cf. Plu.2.349a.8 stand against, oppose, πρός τινα dub. l. in Plb.23.18.5:—[voice] Pass.,Τιτήνεσσι κατέσταθεν Hes. Th. 674
.C [tense] aor. 1 [voice] Med. and sts. [tense] pres. [voice] Med. are used in trans. sense, v. supr. A. 11.2sq.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθίστημι
-
6 παραβάλλω
A throw beside or by, throw to one, as fodder to horses,παρὰ δέ σφισι βάλλετ' ἐδωδήν Il.8.504
, cf. 5.369;πὰρ δ' ἔβαλον ζειάς Od.4.41
;π. [τοῖς ἵπποις] ἀμβροσίαν Pl.Phdr. 247e
;π. τοὺς ἀνθρώπους τοῖς ὄχλοις Plb.38.17.2
; πυρὶ φρύγανα π. add fuel to the flame, Arr.Epict.2.18.5, cf. 2.18.12:— [voice] Pass., παραβληθῆναι [τοῖς θηρίοις] D.C.59.10; τάριχος.. ἀπόνως παραβεβλημένον thrown carelessly before people, Ar.Fr. 333:—[voice] Med., μάζας ἐπὶ κάλαμον παραβαλλόμενοι ordering them to be served up, Pl.R. 372b.3 cast in one's teeth,τινί τι Aeschin.3.189
; object, offer in rejoinder,τῷ πρώτῳ -βληθήσεται τοιοῦτος λόγος Phld.Ir.p.95
W.II expose, παρέβαλέν τ' ἐμὲ παρὰ γένος ἀνόσιον put me in their power, Ar.Av. 333 (lyr.);τῇ τύχῃ.. αὑτὸν π. Philippid.6
(v.l. for προ-) ; ἂν δ' ἀληθινὸν σαυτὸν παραβάλλῃς if you present, show yourself.., Posidipp.26:—freq. in [voice] Med., expose oneself or what is one's own to hazard or danger, αἰὲν ἐμὴν ψυχὴν παραβαλλόμενος πολεμίζειν risking it in war, Il.9.322; π. τὰ τέκνα risk the lives of one's children, Hdt.7.10.θ; παῖδας Th.2.44
; πλείω παραβαλλόμενοι having greater interests at stake, Id.3.65;οὐκ ἴσα π. X.Cyr.2.3.11
: [tense] pf. [voice] Pass. in med. sense, Λακεδαιμονίοις πλεῖστον δὴ παραβεβλημένοι having risked far the most upon them, Th.5.113; also ; venture,πρὸς τὴν θάλατταν ὅταν -βάλωνται Plb.1.37.9
;π. καὶ τολμᾶν Id.18.53.2
: c. dat.,π. τοῖς ὅλοις Id.2.26.6
;τῷ βίῳ IG12(3).1286.22
([place name] Astypalaea): c. inf., venture to do, Plu.Pel.8:—[voice] Pass., παραβεβλημένον τι εἰπεῖν make an unguarded statement, Philostr.VA4.42.b in wagering, deposit one's stake, Plu.Cat.Mi.44.2 [voice] Pass., c. dat., to be given up to, .III set beside or parallel with, Arist.PA 668a17 ([voice] Pass.), cf. Rh. 1419b35; Εὔβοια τῇ ἠπείρῳ παραβεβλημένη lying parallel with, Str.9.1.22: hence,2 compare one with another, Isoc.9.34, etc.;τι παρά τι Pl.Grg. 472c
; π. [ἵππον] ἵππῳ match one against another, X.Eq.9.8:—in [voice] Med., παραβάλλομαί σοι (sc. ὄρνιθι) θρήνους I set my songs against.., E.IT 1094 (lyr.): abs., παραβαλλόμεναι vying with one another, Id.Andr. 289 (lyr.); [ἀφορμὰς] αἷς οὔτε Ἁρμόδιος παραβεβλήσεται Philostr.VA5.34
:—freq. in [voice] Pass.,π. τινί Hdt.4.198
;πρός τι Hp.Art.51
, X.Mem.2.4.5; ; ἀπάτα δ' ἀπάταις παραβαλλομένα one piece of treachery set against another, S.OC 231 (lyr.).3 bring alongside, in [voice] Med., τὴν ἄκατον παραβάλλου bring your boat alongside, heave to, Ar.Eq. 762;ἐφόλκιον Plu.Pomp.73
; alsoπ. τὼ κωπίω Ar.Ra. 269
: abs., παραβαλοῦ ib. 180: metaph., παραβάλλου λοιδορῶν avast with your abuse! Plu.2.711d.IV throw, turn, bend sideways, ὄμμα π. θύννου δίκην cast it askance, A.Fr. 308; ;τὠφθαλμὼ παραβάλλεις Id.Nu. 362
(referred to by Pl.Smp. 221b);π. τὸ ἕτερον οὖς πλάγιον X.Cyn.5.32
; π. τὰ ὦτα apply one's ears to listen, Pl.R. 531a;παραβαλὼν τὴν κεφαλήν Id.Phd. 103a
; Ἡρακλεῖ στόμα π. lend one's mouth to Heracles, i.e. join in his praise, Pi.P.9.87 (v.l. περιβ-) ; π. τοὺς γομφίους lay to one's grinders, Ar. Pax34; π. τὸ θύριον τοῦ λόγου, metaph., put to the door.., close it, Plu.2.94 of.VI in [voice] Med., deceive, betray, Id.1.108, Th.1.133, Alc.Com.30 ([voice] Act. in the same sense, Hsch.; cf. παραβαλλέταιρος).VII Geom., π. παρά .. apply a figure to a finite line,παραλληλόγραμμον π. παρὰ εὐθεῖαν Euc.6.27
, cf. Archim.Aequil.2.1.2 since to apply an area xy to a line of length x is to divide xy by x, π. = divide,τι παρά τι Dioph.5.10
, al.; cf. παρά C. 1.4c.B intr., come near, approach, Pl.Ly. 203b, PPetr.3p.102 (iii B. C.), etc.; enter, Arist.Pol. 1331a34; π. ἀλλήλοις meet one another, Pl.R. 556c; f.l. for περιβάλῃ, ib. 499b; was a pupil ofA.
, Plu.2.846f.II go by sea, cross over,παρέβαλε νηυσὶ ἰθὺ Σκιάθου Hdt.7.179
, cf. Philipp. ap. D.12.16, Arist.Mir. 836a29; of ships,ναῦς Πελοποννησίων ἐς Ἰωνίαν π. Th.3.32
.III come alongside, bring to, ; παραβαλόντες τῇ πεντήρει having come alongside of her, in a sea-fight, Plb.15.2.12, cf. 1.22.9: generally, come to land, of quails, Arist.HA 597b15:—in [voice] Med., put in,πρός τινας Philostr. VA6.16
.IV metaph., direct one's course towards,εἰς ἡδονάς Arist.EN 1153b34
.V Astrol., to be in the same right ascension as, c. dat., Cat.Cod.Astr.1.113, 5(1).188.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραβάλλω
-
7 παρακινδυνεύω
A make a venture, Hp.Aër.23, Ar.V.6, And.2.11, Th.4.26, etc. ; ἐς Ἰωνίαν π. venture to Ionia, Id.3.36.2 c. acc. rei, venture, risk a thing, Ar.Eq. 1054, Pl.Lg. 967b ; παρακινδυνεύων λέγω I venture to say, Id.Tht. 204b ; τοιουτονί τι παρακεκινδυνευμένον a bold, venturous phrase, Ar.Ra.99 ;τὸ θρασὺ καὶ -ευμένον D.H.Comp.23
, cf. Is.13 ; π. μάχαι desperate battles, Id.9.30 ;π. ἔντευξις Plu. Caes.9
, etc.3 c. inf., to have the hardihood to..,εἰπεῖν τὰ δίκαια Ar.Ach. 645
, cf. X.HG3.5.16 ; also παρεκινδύνευε.. παραλαμβάνεσθαι might almost be used, A.D.Synt.16.23 :—so in [voice] Pass., τὸ -ευόμενον εἶναι ἐπίρρημα ib.237.18, cf. 215.11.4 in a double construction, τοὺς θεοὺς ἂν ἔδεισας -εύειν μὴ οὐκ ὀρθῶς ποιήσοις Pl.Euthphr. 15d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρακινδυνεύω
-
8 ἐλαύνω
ἐλαύνω, Il.12.62, etc.: [dialect] Ion. [tense] impf. ἐλαύνεσκον ([etym.] ἀπ-) Hdt.7.119: [tense] fut. ἐλάσω [ᾰ], part.Aἐλάσοντας X.An.7.7.55
codd., cf.D.H.2.36, ([etym.] ἐξ-) Hp.Loc.Hom.46, Nat.Mul.32 ( ἐλάσσω ([etym.] παρ- ) is f.l. in Il.23.427, and ξυνελάσσομεν is subj. in Od.18.39);ἐλάω A.R.3.411
; [dialect] Att. ἐλῶ, ᾷς, ᾷ, inf. ἐλᾶν, also Hdt.1.207, etc., and so Hom. in the resolved formἐλόω Il.13.315
, Od.7.319: inf. ἐλάαν (though this is also inf. [tense] pres., v. infr.) Il.17.496, Od.5.290: [tense] aor. 1 ἤλᾰσα, [dialect] Ep.ἔλᾰσα Il.5.80
,ἔλασσα 18.564
, [dialect] Ion. [ per.] 3sg.ἐλάσασκεν 2.199
: [tense] pf. ἐλήλᾰκα ([etym.] ἀπ-, ἐξ-) X.Cyr.4.2.10, Ar.Nu. 828: [tense] plpf. ἐληλάκειν ([etym.] ἐξ-) Hdt.5.90:— [voice] Med. (v. infr. 1.2), [tense] fut. ἐλάσομαι ([etym.] παρ-) dub. l. in Arr.An.3.30.3: [tense] aor.ἠλασάμην Il.11.682
, rare in [dialect] Att., as Pl.Grg. 484b; [ per.] 3sg.ἤλσατο Ibyc.55
; [dialect] Ep. ἐλάσαιο, -ασαίατο, -ασσάμενος, Od.20.51, Il.10.537, Od.4.637:—[voice] Pass., [tense] fut. ἐλασθήσομαι ([etym.] ἐξ-) D.H.4.9: [tense] aor. ἠλάθην [ᾰ] E.Heracl. 430, Ar.Ec.4; laterἠλάσθην AP7.278
(Arch.), Sammelb. 997 (iv A.D.), ([etym.] ἐξ-, συν-) Plb.8.24.9, 18.22.6, etc. (in Hdt. the Mss. vary between the two forms,ἐξελαθείς 7.165
,ἀπηλάσθησαν 3.54
): [tense] pf.ἐλήλαμαι Od.7.113
, Hdt.7.84 ([etym.] ἐξ-), etc.;ἐλήλασμαι Hp.Mul. 2.133
, Aen.Tact.31.4 (prob.), ([etym.] ἐξ-) Plb.6.22.4, ([etym.] συν-) A.D.Conj.233.30: [tense] plpf.ἠλήλατο Il.5.400
; poet. alsoἐλήλατο 4.135
; [ per.] 3pl. , also ἐληλέδατ', ἐληλέατ', ἐληλάδατ' vv.ll. in Od.7.86.— The [tense] pres. [full] ἐλάω is rare and mainly Poet., imper.ἔλα Pi.I.5(4).38
, A.Fr. 332, E.HF 819, Fr.779.1 (also non-thematic [ per.] 3pl. ([place name] Cos)): inf.ἐλᾶν Canthar.4
, X.HG2.4.32: inf. ἐλάαν as [dialect] Ep.inf.[tense] pres. is freq. in Hom. (v. infr.1.2): part.ἐλάουσα Emp.4.5
: [tense] impf. [ per.] 3pl.ἔλων Od.4.2
, [ per.] 3sg.ἔλαεν A.R.3.872
;ἀπ-έλα X.Cyr.8.3.32
; but ἀπ-ήλαον in Ar.Lys. 1001 is prob. an error for - ήλα'αν, [dialect] Dor. for - ήλασαν:—radic. sense, drive, set in motion, of driving flocks,εἰς εὐρὺ σπέος ἤλασε μῆλα Od.9.237
;κακοὺς δ' ἐς μέσσον ἔλασσεν Il.4.299
; [tense] aor. [voice] Med. ἠλασάμην in act. sense, 10.537, 11.682: freq. of horses, chariots, ships, drive, ἐλάαν (inf. [tense] pres.)ἅρμα καὶ ἵππους 23.334
;ἐς τὴν ἀγορὴν τὸ ζεῦγος Hdt. 1.59
; ἐ. ἵππον ride it, Id.4.64, al.; κέλητας καὶ ἅρματα ἐ. ride and drive, Id.7.86; ἐ. νῆα row it, Od.12.109, etc.; στρατὸν ἐ. Pi.O.10(11).66, Hdt. 1.176, 4.91, etc.b with acc. omitted, intr., go in a chariot, drive, μάστιξεν δ' ἐλάαν (sc. ἵππους ) he whipped them on, Il.5.366, al., cf. S.El. 734, 739; βῆ δ' ἐλάαν ἐπὶ κύματα he drove on over the waves, Il. 13.27; διὰ νύκτα ἐλάαν travel the night through, Od.15.50; ἐς τὸ ἄστυ ἐ. drive into the city, Hdt.1.60; ἐπὶ ζευγέων ἐ. ib. 199; ride, Id.7.88, X.Eq.Mag.3.9, etc.; ἐλῶν ἐς Θρηΐκην marching.., Hdt.9.89, etc.; row,μάλα σφοδρῶς ἐλάαν Od.12.124
; ἐλαύνοντες rowers, 13.22, etc.c in this intr. sense, it sts. took an acc. loci, γαλήνην ἐλαύνειν to sail the calm sea, i.e. over it, 7.319; so τὰ ἕσπερα νῶτ' ἐ. E.El. 731 (lyr.); also ἐλαύνειν δρόμον run a course, Ar.Nu.28;ὁδόν D.P. 586
.d [voice] Pass., [ νηῦς] ἐλαυνομένη a ship under way, Od.13.155 (butπλοῖα ὑπὸ σκληρῶν ἀνέμων ἐλαυνόμενα Ep.Jac.3.4
); τὰ κατάντη ἐλαύνεσθαι, of horses, to be ridden on steep ground, X.Eq.Mag.8.3.2 drive away, carry off, in Hom. of stolen cattle or horses,βοῶν ἀρίστας Od.12.353
;ἵππους Il.5.236
;ἐ. ὅ τι δύναιντο X.HG4.8.18
:—[voice] Med., Od.4.637, 20.51;ῥύσι' ἐλαυνόμενος Il.11.674
, etc.3 drive away, expel,ἐ. [τινὰ] ἐκ δήμου 6.158
;ἄνδρας ἀπ' Οἰνώνας Pi.N.5.16
: freq. in Trag.,ἐ. τινὰ γῆς E.Med.70
; μύσος, μίασμα ἐ., A.Ch. 967 codd., Eu. 283 ([voice] Pass.), cf. S.OT98; ἄγος ἐ.,= ἀγηλατέω, Th.1.126;ἐ. λῃστάς Ar.Ach. 1188
, etc.:—[voice] Pass.,γῆν πρὸ γῆς ἐλαύνομαι A.Pr. 682
.4 drive (to extremities), persecute, plague, οἵ μιν ἄδην ἐλόωσι.. πολέμοιο who will harass him till he has had enough of war, Il.13.315; ἔτι μέν μίν φημι ἄδην λάαν κακότητος I think I shall persecute him till he has had enough, Od.5.290;θεὸς ἐλαύνει πόλιν S.OT28
;Ἰωνίαν ἤλασεν βίᾳ A.Pers. 771
; ;σὺ δ' ἀπειλεῖς πᾶσιν, ἐλαύνεις πάντας Id.21.135
, cf. 173:—[voice] Pass.,ἐλαυνομένων καὶ ὑβριζομένων Id.18.48
;λύπῃ πᾶς ἐλήλαται κακῇ S.Aj. 275
;κακοῖς πρός τινος E.Andr.31
;ὑπ' ἀνάγκης καὶ οἴστρου Pl.Phdr. 240d
;τὴν ψυχὴν ἐρωτικῇ μανίᾳ Ael.NA14.18
; ἐλαύνεσθαι τὴν γνώμην to be out of one's mind, Philostr.VS2.27.5.5 = βινέω, Ar.Ec.39, Pl. Com.3.4.6 intr. in expressions like ἐς τοσοῦτον ἤλασαν they drove it so far (where πρᾶγμα must be supplied), Hdt.5.50;ἐς πᾶσαν κακότητα Id.2.124
; εἰς κόρον ἐλαύνειν push matters till disgust ensued, Tyrt.11.10; εἰς ἴσον (sc. τισί) Onos.Praef.4: hence, push on, go on,ἐγγὺς μανιῶν E.Heracl. 904
(lyr.); ἔξω τοῦ φρονεῖν Id.*ba. 853; πόρρω ἐ. σοφίας go far in.., Pl.Euthphr.4b, cf. Grg. 486a, X.Cyr.1.6.39.2 strike with a weapon, but never with a missile,τὸν σκήπτρῳ ἐλάσασκεν Il.2.199
;ξίφει ἤλασε κόρσην 5.584
;κόρυθος φάλον ἤλασεν 13.614
; ὀδόντας ἐ. knock out, A.R.2.785: c. dupl. acc., τὸν μὲν.. μεταδρομάδην ἔλασ' ὦμον him he struck on.., Il. 5.80; χθόνα δ' ἤλασε παντὶ μετώπῳ struck earth with his forehead, of a falling man, Od.22.94: c. acc. cogn., inflict a wound,οὐλὴν τήν ποτέ με σῦς ἤλασε 21.219
:—[voice] Pass., c. acc.νῶτον ὄπισθ' αἰχμῇ δουρὸς ἐληλαμένος Tyrt.11.20
;ἐλαύνεται εἰς τὸν μηρόν Luc.Tox.61
.3 strike one thing against another,πρὸς γῆν ἐ. κάρη Od.17.237
; of weapons, drive through,διαπρὸ χαλκὸν ἔλασσε 22.295
; [δόρυ] διὰ στήθεσφιν ἔλασσε Il.5.57
, cf. 20.269;ἤλασε Λυγκέος ἐν πλευραῖσι χαλκόν Pi.N.10.70
:—[voice] Pass., go through, Il.4.135, 13.595; to be fixed in, ;διὰ [σφονδύλου] διαμπερὲς ἐληλάσθαι Pl.R. 616e
.III metaph.,1 beat out metal, forge,ἀσπίδα.. ἣν ἄρα χαλκεὺς ἤλασεν Il.12.296
; πέντε πτύχας ἤλασε beat out five plates, 20.270; περὶ δ' ἕρκος ἔλασσε κασσιτέρου make a fence of beaten tin (with a play on signf. 2), 18.564; εὐνὴ Ἡφαίστου χερσὶν ἐληλαμένη χρυσοῦ a bed of beaten gold, Mimn.12.6; σίδηρος λεπτῶς ἐληλ. Plu.Cam.41.2 draw a line of wall, trench, etc.,ἀμφὶ δὲ τάφρον ἤλασαν Il.7.450
;ἀμφὶ δὲ τεῖχος ἔλασσε πόλει Od.6.9
;σταυροὺς δ' ἐκτὸς ἔλασσε 14.11
;τοῖχοι ἐληλέατ' 7.86
; τεῖχος τοὺς ἀγκῶνας ἐς τὸν ποταμὸν ἐλήλαται the wall has its angles carried down to the river, Hdt.1.180, cf. 185, 191; ἐληλαμέναι πέρι πύργον having a wall built round, A.Pers. 872 (lyr.); ὄγμον ἐλαύνειν work one's way down a ridge or swathe in reaping or mowing, Il.11.68;ἐ. αὔλακα Hes. Op. 443
; ἀμπελίδος ὄρχον ἐ. to draw a line of vines, i.e. plant them in line, Ar.Ach. 995: generally, plant, produce,ἐλᾷ τέσσαρας ἀρετὰς αἰών Pi.N.3.74
.3 κολῳὸν ἐλαύνειν prolong, keep up the brawl, Il. 1.575.4ἐξ ὄσσων ἐς γαῖαν ἐ. δάκρυ E.Supp.96
. -
9 ἰωνιά
A violet-bed, Ar. Pax 577; ἰ. λευκή giliflower, Matthiola incana, Thphr.HP6.8.5; ἰ. μέλαινα violet, Viola odorata, ib. 6.6.2.II ground-pine, Ajuga Chamaepitys, Apollod. ap. Ath.15.681d, Dsc.3.158; ἰ. ἀγρία Sch.Nic.Al.55.III ἐς ἰωνιάν· ἐς κοπρῶνα, Hsch.
См. также в других словарях:
ἰωνιάν — ἰωνιά̱ν , ἰωνιή fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰωνίαν — Ἰωνίᾱν , Ἰώνιος fem acc sg (attic doric aeolic) Ἰωνίᾱν , Ἰωνία the Ionians fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιωνιά — ἰωνιά, ἡ (Α) 1. λιβάδι με ία, μενεξεδότοπος 2. είδος φυτού 3. φρ. «ἰωνιά μέλαινα» ίο το εύοσμο, ο μενεξές 4. (κατά τον Ησύχ.) «ἐς ἰωνιάν ἐς κοπρῶνα». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴων, γεν. πληθ. τού τ. ἴον «μενεξές» + κατάλ. ιά (πρβλ. ροδων ιά)] … Dictionary of Greek
παραβάλλω — ΝΜΑ παραθέτω για σύγκριση, συγκρίνω, παραλληλίζω (α. «δεν μπορώ να παραβάλω την εργασία τους, γιατί είναι και τών δύο άριστη» β. «παραβαλόντες οὖν παρ ἀλλήλους σκεψώμεθα», Πλάτ.) μσν. αρχ. προσφέρω κάτι σε κάποιον ως δόλωμα για να τόν προσελκύσω… … Dictionary of Greek